Οι ταινίες της εβδομάδας: Το «Σεξ και η Λουσία» και άλλες ταινίες για να ξυπνήσουν… τη «μνήμη»

Με δύο υπέροχες επανεκδόσεις, τον «Hδονοβλεψία» και το «Σεξ και η Λουσία», στην ίσως πληρέστερη πολυμορφική κινηματογραφική εβδομάδα. Ξεχωρίζουμε τους «Μηχανόβιους» με στάση στο Φεστιβάλ του Λονδίνου, τη φεστιβαλική «Μνήμη» που περιέργως αγνοήθηκε από τις μεγάλες βραβεύσεις, την ιστορία της «Μπερναντέτ» Σιράκ , την «Aνθρωπίστρια βρικόλακα που αναζητά αυτοκτονικό άτομο», τον «Νυχτερινό Εκφωνητή» και έναν καλό εξορκισμό. Με τόσο πλουραλισμό, πάλι πασαλείμματα θα κάνουμε. Χαλάλι όμως.

Οι Μηχανόβιοι

Οι «Μηχανόβιοι» γκαζώνουν χωρίς να προσπερνούν με κόκκινο τους θεατές σε μια άξια προσοχής ταινία.

Κάπου ανάμεσα σε λέσχη ανδρών και τόπο συγκέντρωσης, «Οι Μηχανόβιοι», μια ομάδα βίαιη και επικίνδυνη, θα ανοίξει μια πόρτα στο κοινό του υποκόσμου… και του μικρόκοσμού τους. Μέσα από τα μάτια της Κάθυ και του Μπένυ, που μονομερώς το λέτε και έρωτα με την πρώτη ματιά, οι θυσίες της πρώτης και το άναρχο πνεύμα του δεύτερου, θα κάνουν τη σχέση τους να μυρίζει καμένο λάστιχο. Ο Όστιν Μπάτλερ ξεπλένει τα απομεινάρια του Έλβις με τη βαριά προσφορά του και η Τζόντυ Κόμερ, με μικρές λεπτομέρειες, γίνεται το all-american-girl που ερωτεύεται και παντρεύεται το κακό παιδί, γνωρίζοντας προκαταβολικά ότι θα έχει κακά ξεμπερδέματα. Ο Τζεφ Νίκολς καταβροχθίσει τις φωτογραφίες του βιβλίου από το οποίο εμπνεύστηκε η ταινία (όπως μας επιβεβαιώνει και στους τίτλους τέλους), κάνοντας το λεύκωμα να μοιάζει με αναζωογονημένο -αλλά και σεμνός φόρος τιμής- στον «Ξένοιαστο καβαλάρη» (ίσως και με λίγες τσιμπιές από τον «Ατίθασο»).

Ο Εξορκισμός

Πρώην τζογαδόρος αλκοολικός ηθοποιός επηρεάζεται υπερβολικά από τον ρόλο του και αισθάνεται ότι το κακό που παραμονεύει στις σελίδες του σεναρίου, επηρεάζει την καθημερινότητά του. Ο Ράσελ Κρόου επιστρέφει στη γνώριμη θεματική των ταινιών εξορκισμού… Μάλλον δεν πήρε το μάθημά του από την προηγούμενη. Ευτυχώς το ότι δεν παίρνει τον εαυτό του στα σοβαρά, δίνει μια ανάλαφρη αίσθηση. Επιστρέφουμε με τη λήξη του εμπάργκο.

Εμπνεύσμενο από το παρασκήνιο της ταινίας «Εξορκιστής», ο «Εξορκισμός» είναι μια πλαδαρή καταγραφη του υποτιθέμενου παρασκηνίου των γυρισμάτων. Πίσω από την κάμερα, ο γιος του πρωταγωνιστή του πραγματικού «Εξορκιστή» στην εμβληματική ταινία του Γουίλιαμ Φρίντκιν, τα κάνει όλα θάλασσα με αγιαστούρα, υποφωτισμένα πλάνα και ψευτομεταφυσικά φαινόμενα. Τα μόλις 93 λεπτά της ταινίας μοιάζουν αιώνας στην ασυνάρτητη δημιουργία του. Σωρεία ξεκρέμαστων σεναριακών προσθηκών (η λεσβιασκή σχέση της κόρης του πρωταγωνιστή με την υποτιθέμενη μαύρη Λίντα Μπλέρ, ο αλκοολισμός του πρώτου που κατεβάζει τα ουίσκυ σαν μπουκαλάκια “Ιόλη”, τα υποθέματα που αναπτύσσονται στα πρόχειρα στημένα οπτικά κρικ της υπνοβασίας και ανεπανάληπτες ατάκες πατέρα προς κόρη όπως το “δεν θα σου φάει το “γατί” όπως εγώ”), κάνουν το θρίλερ μια αφόρητη παρωδία που σίγουρα θα σας φέρνει γέλιο όταν τη συζητάτε με τους συν-θεατές που την παρακολουθήσατε.

Μνήμη

Φάσα: «Μνήμη» κόντρα στη λησμονιά… με πολύ δυνατές ερμηνείες

Με τη «Μνήμη» του, ένας νεαρός άντρα στα πρώτα στάδια του αλτσχάιμερ, θα έρθει αντιμέτωπος με το παρελθόν του, όταν η Sylvia θα προσπαθήσει να διορθώσει το κοινό τους παρελθόν. O Peter Sarsgaard δίνει μια χαμηλών τόνων εύστοχη στην ανάσα ερμηνεία στο πλευρό της βραβευμένης με Όσκαρ Τζέσικα Τσαστέιν.

Η «Μνήμη» είναι μια ταινία κόντρα στη λησμονιά, τις ανοιχτές πληγές και εκκρεμότητες, με πολύ καλές ερμηνείες.

Νυχτερινός Εκφωνητής

Ο «Νυχτερινός Εκφωνητής» καπνίζει ξεραμένα «Φθηνά τσιγάρα» και ψαρεύει κοπλιμέντα.

Ένας αμετανόητα νάρκισσος ραδιοφωνικός παραγωγός εκμεταλλεύεται το τελευταίο ψήγμα ρομαντισμού που προσφέρει το μέσο, εκθέτοντας τα ηχογραφημένα μηνύματα από τον τηλεφωνητή του με τη φωνή μιας παλιάς του αγαπημένης (χωρίς τη έγγραφη συγκατάθεσή της), εκπληρώνοντας την υπόσχεση ότι στα 50α γενέθλιά του, αν έχει ωριμάσει, θα έκανε μια προσπάθεια να συναντηθούν. Χωρίς να αναλύσουμε τα επιμέρους σημεία, η όλη αυτή πράξη υπογραμμίζει ότι ο κεντρικός χαρακτήρας, που βρίσκεται στο 90% των πλάνων, όχι απλά δεν έχει ωριμάσει, αλλά είναι πλήρως ανειλικρινής απέναντι στο κοινό -και τον εαυτό του- συνεχίζοντας να εκμεταλλεύεται την ωραία φωνή του και την ευκολία του να αραδιάζει ποιητικούρες κενές νοημάτων προς τέρψη αποκλειστικά του «εγώ» του. Σε αυτό το «La grande bellezza» από τα Lidl, ο θεατής συνειδητοποιεί ότι η όποια γοητεία (στην προκειμένη περίπτωση του πάσχοντος από ναρκισσιστική διαταραχή ραδιοφωνικού παραγωγού) χάνεται με το πέρασμα του χρόνου και μοιάζει με παράσιτο ανάμεσα σε δύο σταθμούς που εκπέμπουν σε άλλη συχνότητα. Όσο για την ταινία, είναι ανειλικρινής as fuck με τις προθέσεις της -και αυτάρεσκη as hell-, με τη χαμένη ηρωίδα να παίζει πλάτη με τη σκιά της, αφήνοντας τον εξοργιστικά φιλάρεσκο πρωταγωνιστή να υπαινίσσεται σε κάθε ευκαιρία τη σημαντικότητά του. «Ωριμότητα» λοιπόν, «δεν είναι να παίζεις το ίδιο έργο χωρίς λάθη», όπως αναφέρεται στο σενάριο, αλλά να μαθαίνεις από τα λάθη σου ότι τα πιο δυνατά συναισθήματα τροφοδοτούνται με και από σιωπή. Και εσείς αναγνώστες, που παραμένετε ψύχραιμοι, σας έχω και άλλα: τη στιγμή που παίζει το τελευταίο του χαρτί, ο 50χρονος διαλαλεί εκ μικροφώνου: «τηλεφώνησέ μου, αν όχι για εμάς, για το ραδιοφωνικό κοινό που αδημονεί». Χωρίς ενδοσκόπηση, μέτρο, διαλογισμό, ψυχανάλυση και λίγη ειλικρίνεια (αλλά με ένα σι μπεμόλ ακόρντο στην καρδιά του -το οποίο ερμηνεύει- για τη μόδα της nostalgia και μόνο), ο σκηνοθέτης Ρένος Χαραλαμπίδης περιμένει να χειροκροτηθεί γιατί ενώ συνεχίζει να στήνει την παρτενέρ του στα ραντεβού του, αισθάνεται ότι το σύμπαν τού το χρωστάει καθώς του στέρησε τη νεότητα. Καλύτερα λοιπόν «Φθηνά Τσιγάρα» παρά φθηνοί και κούφιοι συναισθηματισμοί.

ΥΓ. Να αναγνωρίσουμε ότι η πρόθεση μιας ταινίας που κλείνει εκκρεμότητες με τη νεότητα, ίσως ήταν εξαιρετικό υλικό για μια ταινία μικρού μήκους. Εδώ, η διάρκεια (αν και μικρή για το μια τυπική ταινία μεγάλου μήκους), εκθέτει θέμα και καλλιτέχνη.

Η κυρία του Προέδρου

Η Μπερναντέτ Σιράκ έχει χύσει ιδρώτα και έχει υποστεί απανωτούς εξευτελισμούς για να εκλεγεί ο σύζυγός της Πρόεδρος της Γαλλίας. Η πρόνοια της και το πονηρό της πνεύμα την έκαναν να κερδίσει μεγάλη δημοτικότητα την οποία εκμεταλλεύτηκε για τον εαυτό της αλλά και για προσωπικό κέρδος από τις τάχα μου-τάχα μου αγαθοεργίες. Όλα στο βωμό της αποθέωσης, ακόμα και τα οικογενειακά μυστικά που μπορούσαν να πληγώσουν.

Καιρό είχε η Κατρίν Ντενέβ να δώσει μια ουσιαστικά κωμική ερμηνεία που απολαμβάνεται ανεξαρτήτως πολιτικής κατεύθυνσης. Σε αυτή την καλοπροαίρετη σάτιρα, που αξιοποιεί στο έπακρο στοιχεία χορού ελληνικής τραγωδίας αλλά και μιούζικαλ, η ισχυρογνώμων γυναίκα -και η σκιά της- μετατρέπουν τον γάμο φιλοδοξία, σε πεδίο πολιτικής και κοινωνικής κριτικής.

Ο κύριος της κυρίας δίνει πλούσιο υλικό σάτιρας και μοιάζει επίκαιρο όσο ποτέ (σ.σ. δείτε τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών και αναρωτηθείτε), καθώς, ο Σιράκ με την ιδιότητα του προέδρου δεν προέβλεψε την άνοδο των ακροδεξιών, κάτι που έκανε η Μπερναντέτ. Για αυτό μην υποτιμάτε καμία κυρία, όσο Λάγκεφερτ και αν φοράει.

Ανθρωπίστρια Βρικόλακας αναζητά αυτοκτονικό άτομο

Ένα γεμάτο ανθρωπισμό βαμπίρ αναζητά συναινετικό αυτοκτονικό άτομο χαρίζοντας σε μια μαύρη κωμωδία το υπόβαθρο μιας ιστορίας ενηλικίωσης.

Αυτή η ταινία με τον παράξενο επεξηγηματικό τίτλο, που μοιάζει με αγγελία εύρεσης φίλου σε παλαιάς κοπής εφημερίδα, είναι άκρως γοητευτική, με πολύ χιούμορ που εμπνέεται από τη μυθολογία των βαμπίρ. Παιχνιδιάρικη, με φρέσκια ματιά, τρυφερή, διασκεδάζει και προβληματίζει υπενθυμίζοντας ότι υπάρχει χώρος για δημιουργικότητα και αστειασμό σε ένα -υποτιθέμενα- κορεσμένο από εμπνεύσεις είδος.

Η έννοια του φυσιολογικού συναντά τους απόκληρους της κοινωνίας (στην περίπτωση μας, τα βαμπίρ) για να αναδείξει τη μοναξιά των ανθρώπων του περιθωρίου αλλά και τον καταπιεσμένο δυναμισμό τους. Η σχέση ying-yang των πρωταγωνιστών, ευτυχώς, δεν είναι ο καταλύτης της αφήγησης καθώς ο γκροτέσκος μικρόκοσμος των συγγενών έρχεται για να μας θυμίσει ότι “τέρατα” υπάρχουν σε κάθε μέση οικογένεια. Ο εξαναγκασμός της Σάσα για παράδειγμα να κυνηγάει η ίδια την τροφή της αντί να τα βρίσκει όλα έτοιμα, πόσο πολύ ταιριάζει με το προφίλ του μέσου μεσογειακού έφηβου που δεν εγκαταλείπει την εστία του για να μην έρθει αντιμέτωπος με τα προβλήματα της ενηλικίωσης. Είναι απολαυστικά δαγκωνιάρικο, ποιητικά αλληγορικό και δροσερά ανάλαφρο παρά το θέμα του.

Αδάμ

Η Μαριάμ Τουζανί έγινε γνωστή στη χώρα μας με την ταινία «Το Μπλε Καφτάνι». Τρία χρόνια νωρίτερα, η ταινία της «Αδάμ» είχε προμηνύσει πως η δημιουργός είχε έρθει για να μείνει.

Στην ταινία που εμπνέεται από πραγματικά γεγονότα, η νεαρή έγκυος Σάμια θα ζητήσει δουλειά από την Άμπλα, που από την ημέρα που χήρεψε μεγαλώνει μόνη της την κόρη της. Μια ταινία σπάνιας ευαισθησίας για τη θέση της γυναίκας στην μαροκινή κοινωνία ξεδιπλώνεται σε δύο παράλληλες αφηγήσεις: Πως η μία γυναίκα αγκαλιάζει τη μητρότητα από σχέση εκτός γάμου και πως η άλλη θα θεραπευτεί από τις πληγές μιας απώλειας.

Ο Hδονοβλεψίας

Βουαγεριστής και αδίστακτος κινηματογραφιστής δολοφόνος, ξεδιπλώνει τις αναμνήσεις που τον οδήγησαν σε αυτό το περίεργο βίτσιο.

Πέρα από ένα πρωτοποριακό slasher, «ο Hδονοβλεψίας» είναι ένα βαθύ και εύστοχο σχόλιο στη μεταπολεμική εποχή της ερευνητικής ψυχολογίας με τα παράξενα πειράματα, αλλά και ένα εύστοχο βαθύτερο σχόλιο στη χρήση της καταγεγραμμένης εικόνας ως όπλο (στην εποχή μας, του cyber μπούλινγκ, με περισσότερες αναγνώσεις από ότι στην εποχή του). Ψυχογραφώντας τη σεξουαλική σύγχυση του ήρωα, υμνείται στην ουσία το ανθρώπινο υποσυνείδητο.

Η ταινία αδιαφιλονίκητα ανήκει στις 100 καλύτερες ταινίες όλων των εποχών.

Το σεξ και η Λουσία

Η Νάτζουα Νίμρι, η Παθ Βέγκα, η Έλενα Ανάγια, αλλιώς Έλενα, Λουσία και Μπελέν αντίστοιχα, είναι τα κορίτσια που χαρτογραφούν τον κεντρικό ήρωα μέσα από τις αναμνήσεις τους. Ο κύριος ghosting, ο Λορέντζο, θα επιτρέψει σε αυτά τα κορίτσια, όσο τον ψάξουν, να βρουν ένα χαμένο ή ανεξερεύνητο κομμάτι του εαυτό τους και της σεξουαλικότητάς τους.

Κρατώντας την ανάμνηση από την πρώτη θέαση της ταινίας, 20 και βάλε χρόνια πριν, παραμένει ένα σαγηνευτικό ταξίδι στον γυναικείο ψυχισμό πίσω από την πρισματική ματιά ενός βουαγεριστή άνδρα, που στα σχεδόν «καμένα» πλάνα του, ψήνει σε χαμηλή φωτιά τις φαντασιώσεις των θεατών.

Στις σκιές των ξεχασμένων προγόνων

Ελαφρά εμπνευσμένο από τον «Ρωμαίο και Ιουλιέτα», το οπτικά πλουμιστό φολκλορικό δημιούργημα, υπογραμμίζει τη διαχρονικότητα του σαίξπηρ αλλά και τις ενδιαφέρουσες πολλαπλές αναγνώσεις μέσα στους αιώνες του έργου του.

Ο Σεργκέι Παρατζάνοφ, το 1965 σκηνοθέτησε τις «Σκιές των Ξεχασμένων προγόνων». Κάπου στα Καρπάθια, στις αρχές του 20ου αιώνα, ο Ιβάν ερωτεύεται τη Μαρίτσκα, κόρη του δολοφόνου του πατέρα του. Όμως η βέβηλη αγάπη τους δεν μπορεί παρά να έχει ένα και μοναδικό τίμημα, τον θάνατο. Ποίηση και ομορφιά μόνο.

Πηγή: ΕΡΤ